-
1 προ-ερέσσω
προ-ερέσσω, vorwärts od. weiter rudern, ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279. S. προερύω.
-
2 προερέσσω
προ-ερέσσω, vorwärts od. weiter rudern
См. также в других словарях:
προερέσσω — Α 1. φέρνω το πλοίο σε ένα μέρος με τα κουπιά 2. οδηγώ το πλοίο προς τα μπρος με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek