-
1 προεπινοεω
ранее обдумывать или ранее познаватьτοῦ ἀγαθοῦ καὴ τοῦ κακοῦ μέ προεπινοηθέντων Plut. — (стоики учат безразличию), хотя не имеют предварительного знания добра и зла;
π. τί τινος Sext. — познавать что-л. раньше чего-л. -
2 προεπενοείτο
-
3 προεπενοεῖτο
-
4 προεπενοήθη
προεπενοήθη, πρό-ἐπινοέωthink on: aor ind pass 3rd sg -
5 προεπενόησε
προεπενόησε, πρό-ἐπινοέωthink on: aor ind act 3rd sg -
6 προεπενόησεν
προεπενόησεν, πρό-ἐπινοέωthink on: aor ind act 3rd sg -
7 προεπινενοήσθαι
-
8 προεπινενοῆσθαι
-
9 προεπινενοημένου
προεπινενοημένου, πρό-ἐπινοέωthink on: perf part mp masc /neut gen sg
См. также в других словарях:
προεπενοεῖτο — πρό ἐπινοέω think on imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπενοήθη — πρό ἐπινοέω think on aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπενόησε — πρό ἐπινοέω think on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπενόησεν — πρό ἐπινοέω think on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπινενοημένου — πρό ἐπινοέω think on perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπινενοῆσθαι — πρό ἐπινοέω think on perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)