-
1 προ-εν-έδρα
προ-εν-έδρα, ἡ, Hinterhalt, Hesych.
-
2 προ-εξ-έδρα
προ-εξ-έδρα, ἡ, ein besonderer, von andern abgesonderter Sitz, Sessel, Her. 7, 44. 48. Bei Poll. 9, 46 = ἐξέδρα, Gallerie.
-
3 προ-έδρα
-
4 προενέδρα
προ-εν-έδρα, ἡ, Hinterhalt -
5 προεξέδρα
προ-εξ-έδρα, ἡ, ein besonderer, von anderen abgesonderter Sitz, Sessel; = ἐξέδρα, Gallerie -
6 προπίπτω
A fall or throw oneself forward, as in rowing,προπεσόντες ἔρεσσον Od.9.490
, 12.194;π. ἡ κοιλία εἰς τὸ στόμα Arist.HA 507a29
; of suppliants, fall prostrate, E. Supp.63 (lyr.); fall first, in battle, Plb.1.58.8.2 metaph., rush headlong, Hyp.Fr. 161; εἰς ἄκαιρον γέλωτα, εἰς κίνδυνον, D.S.13.83, 20.88; to be precipitate, come to a hasty decision, OGI315.56(Epist.Attali, ii B.C.): c. inf.,π. πλημμελῆσαι M.Ant.1.17
: abs., form a hasty judgement, Stoic term, Chrysipp.Stoic.2.291;π. πρὸ καταλήψεως Stoic.3.147
, cf. Arr.Epict. 2.1.10, etc.; make a slip of the tongue,κἂν-πέσωσιν.. τάχιστα διορθοῦσθαι Phld.Rh.1.186S.
III move forwards, advance before the rest, Plb.1.20.15; οἱ προπίπτοντες, opp. οἱ ἀναχωροῦντες, Id.28.3.4; project, of a hill,προπεπτωκυῖα ὀφρύς Id.7.17.1
; of an animal's snout,ῥύγχη προπέπτωκε Str.17.3.4
;- πεπτωκότες τοῖς μετώποις Id.11.11.8
; τὸ προπῖπτον [τοῦ δόρατος] the projecting part, Ascl.Tact.5.1: c. gen., project beyond,τὰ μέσα.. προπέπτωκε τῶν κεράτων Plb.3.115.7
, etc.;κλῖμαξ π. τῶν ἐμβόλων Id.8.4.4
;ἡ σάρισσα δέκα πήχεις π. πρὸ τῶν σωμάτων Id.18.29.4
;ἡ ἄκρα ἔξω τῶν στηλῶν π. Str.2.5.33
.2 Medic., of prolapse,ἕδρα -πεσοῦσα Dsc.2.164
;μήτρα προπίπτει Sor. 2.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπίπτω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek