-
1 προεξελαυνω
выезжать вперед(ἱππεῖς προεξελάσαι κελεύειν Plut.)
τῶν ἄλλων ἱππέων π. Luc. — помчаться, опередив прочих всадников;π. τῷ πλοίῳ Plut. — заплыть далеко вперед на корабле
См. также в других словарях:
προεξελαύνω — Α 1. εκδιώκω προηγουμένως 2. προχωρώ μπροστά από άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξελαύνω «διώχνω, οδηγώ έξω, επιτίθεμαι»] … Dictionary of Greek