-
1 προεναρχομαι
ранее начинать(ἵνα, καθὼς προενήρξατο - v. l. ἐνήρξατο - οὕτως καὴ ἐπιτελέσῃ NT.)
См. также в других словарях:
προενάρχομαι — Α αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνάρχομαι «αρχίζω»] … Dictionary of Greek
1 προεναρχομαι
(ἵνα, καθὼς προενήρξατο - v. l. ἐνήρξατο - οὕτως καὴ ἐπιτελέσῃ NT.)
προενάρχομαι — Α αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνάρχομαι «αρχίζω»] … Dictionary of Greek