-
1 προενδεικνυμαι
См. также в других словарях:
προενδείκνυμαι — Α προσπαθώ από πριν να γίνω συμπαθής σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνδείκνυμαι «προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια»] … Dictionary of Greek
1 προενδεικνυμαι
προενδείκνυμαι — Α προσπαθώ από πριν να γίνω συμπαθής σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνδείκνυμαι «προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια»] … Dictionary of Greek