Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προ-εκ-πλήσσω

См. также в других словарях:

  • προανεπλάττετο — προανεπλά̱ττετο , πρό , ἀνά πλήσσω struck with terror imperf ind mp 3rd sg (attic) προανεπλάττετο , πρό ἀναπλάσσω form anew imperf ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίπληκτος — η, ο αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • προπλήσσω — Α (σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πλήσσω «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»