-
1 προ-επι-πλήσσω
προ-επι-πλήσσω (s. πλήσσω), vorher zuschlagen, schelten, τινί, Arist. rhet. 3, 7, Bekk. προςεπιπλ., u. Sp.
-
2 προ-κατα-πλήσσω
προ-κατα-πλήσσω (s. πλήσσω), vorher in Schrecken setzen, Pol. 5, 70, 9, προκαταπληξάμενος εἷλε τὴν πόλιν.
-
3 προ-εκ-πλήσσω
προ-εκ-πλήσσω (s. πλήσσω), vorher erschrecken, in Staunen setzen; Plut. Lys. 25; προεκπλήξας τὸ ϑέατρον, Luc. adv. indoct. 8; perf. pass., Alex. 16.
-
4 προεκπλήσσω
προ-εκ-πλήσσω, vorher erschrecken, in Staunen setzen -
5 προεπιπλήσσω
προ-επι-πλήσσω, vorher zuschlagen, schelten -
6 προκαταπλήσσω
См. также в других словарях:
προανεπλάττετο — προανεπλά̱ττετο , πρό , ἀνά πλήσσω struck with terror imperf ind mp 3rd sg (attic) προανεπλάττετο , πρό ἀναπλάσσω form anew imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίπληκτος — η, ο αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
προπλήσσω — Α (σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek