-
1 προ-απο-πέμπω
προ-απο-πέμπω, vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.
-
2 προ-εκ-πέμπω
προ-εκ-πέμπω, vorher heraus- oder fortschicken; Plut. Alc. 34 u. öfter; Luc. Alex. 56.
-
3 προ-εις-πέμπω
προ-εις-πέμπω, vorher hineinschicken; Xen. Cyr. 5, 2, 6; Luc. Alex. 11.
-
4 προ-δια-πέμπω
προ-δια-πέμπω, vorher durch- od. hinüber schicken, im med., Pol. 8, 20, 3.
-
5 προ-πέμπω
προ-πέμπω, vorher- oder voraufschicken, κήρυκας, Her. 1, 60; vorwärts, weiter vorschicken, 3, 33. 121, τὸν προςιόντα προὐπέμπετο, Xen. Cyr. 5, 3, 53, ließ er vorbei und vorwärts gehen; – fortschicken, entlassen, Il. 8, 367 Od. 17, 54. 117; auch ξίφος ἢ βελέων τι, Soph. Phil. 1190, ἰοὺς προπέμποντας φόνον, 105; ἡμᾶς προπέμψατε χϑονός, Eur. Hipp. 1099; δόμων μάλ' ἀχὰν ἐπ' αὐτοὺς προπέμπει γόος, aus dem Hause hervorsenden, Aesch. Spt. 899; τιμὰς ϑεοῖς, Pers. 614, von der Libation, – übh. schicken, Soph. O. C. 671; – geleiten, Aesch. Pers. 522, wie Her. 1, 111. 8, 124; ἐπὶ τύμβον, die Leiche zur Bestattung begleiten, Aesch. Spt. 1051; Soph. O. C. 1663, Her. 1, 111. 8, 124; οἱ μισϑούμενοι προπέμπουσι τοὺς τελευτήσαντας, Plat. Legg. VII, 800 c; προπεμφϑέντες δὲ κοινῇ ὑπὸ τῆς πόλεως, ἰδίᾳ δὲ ὑπὸ τῶν οἰκείων, Menex. 236 d.
-
6 συμ-προ-πέμπω
συμ-προ-πέμπω, mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.
-
7 προαποπέμπω
-
8 προδιαπέμπω
προ-δια-πέμπω, vorher durch- od. hinüber schicken -
9 προειςπέμπω
-
10 προεκπέμπω
-
11 προπέμπω
προ-πέμπω, vorher- oder voraufschicken; vorwärts, weiter vorschicken; τὸν προςιόντα προὐπέμπετο, ließ er vorbei und vorwärts gehen; fortschicken, entlassen; δόμων μάλ' ἀχὰν ἐπ' αὐτοὺς προπέμπει γόος, aus dem Hause hervorsenden; τιμὰς ϑεοῖς, von der Libation; übh. schicken; geleiten; ἐπὶ τύμβον, die Leiche zur Bestattung begleiten -
12 συμπροπέμπω
συμ-προ-πέμπω, mit, zugleich, zusammen geleiten
См. также в других словарях:
Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent … Wikipedia Español
καταπομπός — καταπομπός, ὁ (Α) πάπ. αυτός που φέρνει ή παραδίνει κάτι σε κάποιον («καταπομπὸς οἴνου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πομπός (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ανα πομπός, προ πομπός] … Dictionary of Greek
πέψιμο — το, Ν το να στέλνει κάποιος κάποιον ή κάτι κάπου, η αποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεμψ τού πέμπω (πρβλ. πέμψις) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο) με αποβολή τού μ προ τού ψ ] … Dictionary of Greek
παραπομπός — ό / παραπομπός, όν, ΝΜΑ αυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμου β. «παραπομπούς... ναῡς», Πολ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός … Dictionary of Greek