-
1 προεκτρεχω
См. также в других словарях:
προεκτρέχω — Α 1. τρέχω πρώτος προς τα έξω 2. (για νεογνό) βγαίνω πρώτος, γεννιέμαι πρώτος 3. (για βλαστήματα) βλαστάνω πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, βλαστάνω»] … Dictionary of Greek
1 προεκτρεχω
προεκτρέχω — Α 1. τρέχω πρώτος προς τα έξω 2. (για νεογνό) βγαίνω πρώτος, γεννιέμαι πρώτος 3. (για βλαστήματα) βλαστάνω πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, βλαστάνω»] … Dictionary of Greek