-
1 προ-εις-αγωγή
προ-εις-αγωγή, ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen, Sp.
-
2 προειςαγωγή
προ-εις-αγωγή, ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen
См. также в других словарях:
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek