-
1 προ-εικάζω
προ-εικάζω, vorher vermuthen, Arist. rhet. 1, 3.
-
2 προεικάζω
-
3 προεικαζω
См. также в других словарях:
προεικάζω — ΝΑ εικάζω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω («τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰκάζω «συμπεραίνω»] … Dictionary of Greek
προϋποτοπώ — έω, Α εικάζω, υποψιάζομαι προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπῶ «εικάζω, υπονοώ, υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
προκαταστοχάζομαι — Α 1. στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. αποβλέπω σε κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστοχάζομαι «εικάζω, στοχεύω»] … Dictionary of Greek