-
1 προ-εδρεία
προ-εδρεία, ἡ, das Amt od. Geschäft, die Ehre des πρόεδρος; προεδρείας τυγχάνει παρὰ πᾶσι, Pol. 2. 56, 15; Luc. iud. voc. 5. S. προεδρία.
-
2 προεδρεία
προ-εδρεία, ἡ, das Amt od. Geschäft, die Ehre des πρόεδρος
См. также в других словарях:
ποθεδρεία — ἡ, Α ικεσία, δέηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + εδρεία (< εδρος < έδρα), πρβλ. εφ εδρεία, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ προ δασυνόμενης λ.] … Dictionary of Greek