Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προ-εδρία

См. также в других словарях:

  • καθεδρία — καθεδρία, ἡ (Μ) έδρα, κάθισμα, θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέδρα (πρβλ. και καθέδρ ιος, ιον) (< εδρος), πιθ. κατ αναλογίαν προς τα εδρία, πρβλ. προ εδρία < πρό εδρος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… …   Dictionary of Greek

  • υφεδρία — ἡ, Α 1. (κυριολ.) κάθισμα που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο 2. μτφ. υποδεέστερο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εδρία (< εδρος < ἕδρα), πρβλ. προ εδρία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»