-
1 προ-εδρία
προ-εδρία, ἡ, Sitz od. Würde des πρόεδρος, der Vorsitz im Rathe, bei Versammlungen u. dgl.; Ar. Ach. 42 Equ. 573 Thesm. 834; Her. 1, 54. 9, 73; – auch bes. das Recht, auf den vordersten Bänken im Theater zu sitzen, eine Ehre, die in Athen um das Vaterland wohl verdienten Männern, zuweilen auch ihren Nachkommen ertheilt wurde, vgl. Plat. Legg. XII, 946 e, τοῖς ἀριστείων ἠξιωμένοις προεδρίαι τ' ἐν ταῖς πανηγύρεσι πάσαις ἔστωσαν, u. IX, 881 b; auch der vorderste Sitz selbst, Her. 4, 88, u. im plur., 6, 57; προεδρίαν ἐν τοῖς ἀγῶσι διδόναι, Dem. 18, 91; Sp., wie Hdn. 1, 8, 9. – [Bei Xenophan. in Ath. X, 414 a ist ι lang, also wohl προεδρεία zu schreiben.]
-
2 προ-καθ-εδρία
προ-καθ-εδρία, ἡ, = προεδρία, N. T.
-
3 προεδρία
См. также в других словарях:
καθεδρία — καθεδρία, ἡ (Μ) έδρα, κάθισμα, θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέδρα (πρβλ. και καθέδρ ιος, ιον) (< εδρος), πιθ. κατ αναλογίαν προς τα εδρία, πρβλ. προ εδρία < πρό εδρος] … Dictionary of Greek
πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… … Dictionary of Greek
υφεδρία — ἡ, Α 1. (κυριολ.) κάθισμα που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο 2. μτφ. υποδεέστερο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εδρία (< εδρος < ἕδρα), πρβλ. προ εδρία] … Dictionary of Greek