-
1 προεγκαλεω
ранее обвинять
См. также в других словарях:
προενεκάλει — πρό ἐγκαλέω call in imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προεγκαλεω
προενεκάλει — πρό ἐγκαλέω call in imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)