Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προ-δικία

См. также в других словарях:

  • κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»