Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προ-διεξέρχομαι

См. также в других словарях:

  • προδιεξέρχομαι — Α 1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου προηγουμένως και εξέρχομαι 2. αναπτύσσω λεπτομερειακά κάτι εκ τών προτέρων («πρώτον μὲν γὰρ προδιέξειμι πρὸς ὑμᾱς τοὺς νόμους», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξέρχομαι «περνώ,… …   Dictionary of Greek

  • προδιεξοδεύω — Α προδιεξέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξοδεύω «βρίσκω διέξοδο, διεξέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»