-
1 προδιεξερχομαι
1) раньше переходитьὅταν ἀλώπεκες προδιεξέλθωσι Xen. — (заячьи следы спутаны), когда (по ним) уже прошли лисицы
2) подвергать сначала обозрению, предварительно обозревать(τι Aeschin.)
См. также в других словарях:
προδιεξέρχομαι — Α 1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου προηγουμένως και εξέρχομαι 2. αναπτύσσω λεπτομερειακά κάτι εκ τών προτέρων («πρώτον μὲν γὰρ προδιέξειμι πρὸς ὑμᾱς τοὺς νόμους», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξέρχομαι «περνώ,… … Dictionary of Greek
προδιεξοδεύω — Α προδιεξέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξοδεύω «βρίσκω διέξοδο, διεξέρχομαι»] … Dictionary of Greek