-
1 δείκνυμι
Grammatical information: v.Meaning: `show' (Il.).Derivatives: δεῖξις, often compounds ἀπό-, ἔν-, ἐπί-δειξις etc. (Ion.-Att.); δεῖγμα `sample', παρά-, ἔν-, ἐπί-δειγμα etc. (Ion.-Att.) with analogal γ (Schwyzer 769 n. 6), with παρα-δειγματικός, δειγματίζω, δειγματισμός etc. (Arist.). Nom. agentis: δείκτης, ἐν-, προ-δείκτης etc. (hell.) with δεικτικός, ἀπο-, ἐν-δεικτικός etc. (Att., Arist.). Nomen loci: δεικτήριον `showplace' (pap., EM) with δεικτηριάς f. `mime' (Plb.). - Isolated δείκηλον `(mimic) performance, picture, sculpture' (Hdt.; s. Chantr. Form. 242, Schwyzer 484) with δεικηλίκτᾱς (Dor.) `actor, ὑποκριτής' (Plu.); also δείκελον (Demokr.) and δείκανον (EM). - On δίκη s. v.Origin: IE [Indo-European] [188] *deiḱ-`show'Etymology: Beside the primary νυ-present with secondary full grade (exception Cret. δίκνυτι), which conquered all forms (except δίκη), other languages have a thematic root present, Lat. dīcō (old deicō) `speak', Goth. ga-teihan `show, make clear', OHG zīhan ` zeihen, accuse' etc.; with zero grade in Skt. diśáti `show, demonstrate'. Other formations, in Sanskrit the intensive dédiṣṭe, in Iranian the jot-present Av. disyeiti `show'; deverbatives Lat. dĭcāre, OHG zeigōn ` zeigen'. Isolated Hitt. tekkuššāmi `show' (with unclear uš-). - See W.-Hofmann s. dīcō. Monograph by J. Gonda Δείκνυμι. Diss. Utrecht 1929. - Cf. δηδέχαται.Page in Frisk: 1,355-356Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δείκνυμι
См. также в других словарях:
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek