-
1 προ-δειμαίνω
προ-δειμαίνω, vorher, im voraus fürchten; Her. 7, 50, 1; Lycophr. 276.
-
2 προδειμαίνω
προ-δειμαίνω, vorher, im voraus fürchten -
3 προδειμαινω
заранее боятьсяπ. μηδαμὰ μηδὲν παθέειν Her. — заранее бояться, как бы когда-л. в чем-л. не пострадать
См. также в других словарях:
προδειμαίνω — Α φοβάμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δειμαίνω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek