-
1 προγευομαι
См. также в других словарях:
προγευστρίς — ίδος, ἡ, Α (ως θηλ. τού προγεύστης) 1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση 2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα τρίς)] … Dictionary of Greek
προπειράζω — Α 1. αποπειρώμαι, δοκιμάζω προηγουμένως να κάνω κάτι 2. γεύομαι, δοκιμάζω στη γεύση προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πειράζω «προσπαθώ»] … Dictionary of Greek