-
1 προ-βάδην
-
2 προβάδην
προ-βάδην, vorwärts gehend, im Vorwärtsgehen; vorausgehend; allmählich fortschreitend, nach und nach
См. также в других словарях:
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek