-
1 προ-αφ-αυαίνω
προ-αφ-αυαίνω, vorher austrocknen, Philo.
-
2 προαφαυαίνω
-
3 προαφαυανθέντα
προαφαυανθέντα, πρό, ἀπό-αὐαίνωdry: aor part pass neut nom /voc /acc pl (attic)προαφαυανθέντα, πρό, ἀπό-αὐαίνωdry: aor part pass masc acc sg (attic)
См. также в других словарях:
προαφαυανθέντα — πρό , ἀπό αὐαίνω dry aor part pass neut nom/voc/acc pl (attic) προαφαυανθέντα , πρό , ἀπό αὐαίνω dry aor part pass masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφαυαίνω — Α αποξηραίνω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπό + αὐαίνω / αὑαίνω «ξεραίνω»] … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
προαυαίνω — Α αποξηραίνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] … Dictionary of Greek