-
1 προ-απο-τίκτω
προ-απο-τίκτω (s. τίκτω), vorher gebären, ὠά, vorher Eier legen, Arist. H. A. 5, 27.
-
2 προαποτίκτω
προ-απο-τίκτω, vorher gebären; ὠά, vorher Eier legen -
3 προαποτίκτουσιν
προαποτίκτουσιν, πρό, ἀπό-τίκτωbring into the world: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)προαποτίκτουσιν, πρό, ἀπό-τίκτωbring into the world: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
4 плодить
-пложу, плодишьρ.δ.μ.1. γεννώ, τίκτω αναπαράγω.2. μτφ. δημιουργώ, παράγω, βγάζω.1. γεννώ, τίκτω πολλαπλασιάζομαι.2. μτφ. εμφανίζομαι, προ έρχομαι, πηγάζω•από την αεργία (τεμπελιά) γεννιώνται κουτσομπολιά και διχόνοιες.
См. также в других словарях:
προαποτίκτουσιν — πρό , ἀπό τίκτω bring into the world pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προαποτίκτουσιν , πρό , ἀπό τίκτω bring into the world pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)