-
1 προ-απο-κτείνω
προ-απο-κτείνω (s. κτείνω), vorher tödten, Luc. Catapl. 8.
-
2 προαποκτείνω,
προ-απο-κτείνω, u. προ-απο-κτίννυμι u. -κτιννύω, vorher töten -
3 προαποκτίννυμι
προ-απο-κτείνω, u. προ-απο-κτίννυμι u. -κτιννύω, vorher töten -
4 προαποκτιννύω
προ-απο-κτείνω, u. προ-απο-κτίννυμι u. -κτιννύω, vorher töten
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий