-
1 προ-αποπεραίνω
προ-αποπεραίνω, vorher zu Ende führen, Sp.
-
2 προαποπεραίνω
См. также в других словарях:
προαποπεραίνω — Α τελειώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπεραίνω «τελειώνω»] … Dictionary of Greek
1 προ-αποπεραίνω
προ-αποπεραίνω, vorher zu Ende führen, Sp.
2 προαποπεραίνω
προαποπεραίνω — Α τελειώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπεραίνω «τελειώνω»] … Dictionary of Greek