-
1 προ-αν-οίγνῡμι
προ-αν-οίγνῡμι u. προανοίγω (s. οἴγνυμι), vorher öffnen, Sp.
-
2 προ-δι-αν-οίγνῡμι
προ-δι-αν-οίγνῡμι (s. οἴγνῡμι), vorher öffnen, Sp.
-
3 προανοίγνῡμι
προ-αν-οίγνῡμι u. προανοίγω, vorher öffnen -
4 προανοίγω
προ-αν-οίγνῡμι u. προανοίγω, vorher öffnen -
5 προδιανοίγνῡμι
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий