-
1 προανισχω
См. также в других словарях:
προανίσχω — Α 1. προεξέχω 2. σηκώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] … Dictionary of Greek
1 προανισχω
προανίσχω — Α 1. προεξέχω 2. σηκώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] … Dictionary of Greek