-
1 προ-ανα-γυμνάζω
προ-ανα-γυμνάζω, vorher üben, στόμα ἢ φωνήν, ὃ ποιοῠσιν οἱ φωνασκοῠντες καὶ τῇ φωνῇ ἀγωνιζόμενοι, B. A. 61.
-
2 προαναγυμνάζω
См. также в других словарях:
προαναγυμνάζω — Α εκγυμνάζω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + γυμνάζω] … Dictionary of Greek