-
1 προαιρετικος
3совершающий выбор, принимающий решениеὁ π. τῶν τοιούτων λόγων Arst. — предпочитающий подобные речи;
ὅ τῶν τοιούτων π. καὴ πρακτικός (sc. ἀνήρ) Arst. — тот, кто принимает эти решения и осуществляет их;ἔστιν ἥ ἀρετέ ἕξις προαιρετική Arst. — добродетель есть избирательное свойство (души)
См. также в других словарях:
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek