-
1 προ-αγωγικός
προ-αγωγικός, ή, όν, geschickt zum Fortführen, Befördern od. Kuppeln, Sp.
-
2 προαγωγικός
προ-αγωγικός, ή, όν, geschickt zum Fortführen, Befördern od. Kuppeln
1 προ-αγωγικός
προ-αγωγικός, ή, όν, geschickt zum Fortführen, Befördern od. Kuppeln, Sp.
2 προαγωγικός