-
1 προύπτον
πρόοπτοςforeseen: masc /fem acc sg (attic)πρόοπτοςforeseen: neut nom /voc /acc sg (attic)προὖπτοςforeseen: masc /fem acc sgπροὖπτοςforeseen: neut nom /voc /acc sg——————πρόοπτοςforeseen: masc /fem acc sgπρόοπτοςforeseen: neut nom /voc /acc sg -
2 προὖπτον
Βλ. λ. προύπτον -
3 προῦπτον
Βλ. λ. προύπτον -
4 πρόοπτος
A foreseen, manifest,προόπτῳ θανάτῳ δώσειν τινά Hdt.9.17
, cf. Isoc.10.27;ἐς προὖπτον κίνδυνον καταστῆσαι Th.5.99
, cf. 111;π. ἀγγέλου λόγος A.Th. 848
(lyr.);ἐς προὖπτον Ἅιδην S.OC 1440
, cf. E.Hipp. 1366 (anap.);εἰς προὖπτον.. αὑτὸν ἐνέβαλεν κακόν Aristopho 5
;εἰς προὖπτον.. ἐμπεσεῖν κακόν Phoenicid.4.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόοπτος
-
5 ἠμελημένως
A in a state of neglect,διάγειν Isoc.Ep.8.10
;ἠ. ἔχειν X.Mem.3.11.4
;ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Arr.Ind.20.3
; with studied neglect,ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα D.C.51.12
; carelessly, Max.Tyr.28.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠμελημένως
См. также в других словарях:
προὖπτον — πρόοπτος foreseen masc/fem acc sg (attic) πρόοπτος foreseen neut nom/voc/acc sg (attic) προὖπτος foreseen masc/fem acc sg προὖπτος foreseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῦπτον — πρόοπτος foreseen masc/fem acc sg πρόοπτος foreseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ … Dictionary of Greek