Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προῦπτον

См. также в других словарях:

  • προὖπτον — πρόοπτος foreseen masc/fem acc sg (attic) πρόοπτος foreseen neut nom/voc/acc sg (attic) προὖπτος foreseen masc/fem acc sg προὖπτος foreseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῦπτον — πρόοπτος foreseen masc/fem acc sg πρόοπτος foreseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»