-
1 προαμύνομαι
A take retaliatory measures beforehand, Th. 3.12.2 c. acc., take such measures against, τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας προαμύνεσθαι χρή not for his acts only, but for his intention also, Id.6.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαμύνομαι
-
2 προαμυνόμενοι
προαμῡνόμενοι, προαμύνομαιpres part mp masc nom /voc pl -
3 προαμύνασθαι
προαμύ̱νασθαι, προαμύνομαιaor inf mid -
4 προαμύνεσθαι
προαμύ̱νεσθαι, προαμύνομαιpres inf mp
См. также в других словарях:
προαμύνομαι — Α 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου εκ τών προτέρων, παίρνω από πριν διάφορα μέτρα για την άμυνά μου 2. αποκρούω εκ τών προτέρων («τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας προαμύνεσθαι χρή», Θουκ.) … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαμυνόμενοι — προαμῡνόμενοι , προαμύνομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαμύνασθαι — προαμύ̱νασθαι , προαμύνομαι aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαμύνεσθαι — προαμύ̱νεσθαι , προαμύνομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)