-
1 προαμείβομαι
A pass to another place, Hsch.II c. acc. rei, receive in advance, Pl.Lg. 921e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαμείβομαι
См. также в других словарях:
προαμείβομαι — Α 1. μεταβαίνω σε άλλο τόπο 2. λαμβάνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀμείβομαι «λαμβάνω ως αντάλλαγμα, μεταβαίνω»] … Dictionary of Greek
προαλλάσσομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «προαμείβομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀλλάσσομαι] … Dictionary of Greek