-
1 προ-σκέπτομαι
προ-σκέπτομαι, vorher betrachten, überlegen; Her. 7, 10. 4, 177; Ar. Equ. 154; τινός, wofür, Eur. Phoen. 476; Thuc. 3, 57. – Perf. in passiver Bdtg, τῶν προειρημένων καὶ προεσκεμμένων, Plat. Rep. IV, 435 d; u. so ist auch Thuc. 8, 66 προὔσκεπτο für προὐσκέπτετο zu lesen.
См. также в других словарях:
προύσκεπτο — προέσκεπτο , πρό σκέπτομαι look plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)