-
1 προὐλίγου
προὐλίγου, zsgzgn statt πρὸ ὀλίγου.
См. также в других словарях:
προυλίγου — Α πριν από λίγο, προ ολίγου … Dictionary of Greek
1 προὐλίγου
προὐλίγου, zsgzgn statt πρὸ ὀλίγου.
προυλίγου — Α πριν από λίγο, προ ολίγου … Dictionary of Greek