Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προϑέλυμνος

См. также в других словарях:

  • προθέλυμνος — from the foundations masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέλυμνος — ον, Α 1. αυτός που αποσπάστηκε με τη ρίζα του («πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας», Ομ. Ιλ.) 2. (πιθ. ερμ.) επάλληλος, συνεχής («φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»)] …   Dictionary of Greek

  • προθελύμνω — προθέλυμνος from the foundations masc/fem/neut nom/voc/acc dual προθέλυμνος from the foundations masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέλυμνον — προθέλυμνος from the foundations masc/fem acc sg προθέλυμνος from the foundations neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθελύμνους — προθέλυμνος from the foundations masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθελύμνων — προθέλυμνος from the foundations masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθελύμνῳ — προθέλυμνος from the foundations masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέλυμνα — προθέλυμνος from the foundations neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέλυμνοι — προθέλυμνος from the foundations masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»