-
1 προώλης
προώληςutterly destroyed: masc /fem acc pl (attic epic doric)προώληςutterly destroyed: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)προώληςutterly destroyed: masc /fem nom sg -
2 προωλης
2совершенно погибший, уничтоженный ( только в клятвенной формуле) -
3 προώλης
A utterly destroyed or ruined, ἐξώλης καὶ π. D.19.172, cf. 18.324, Ael.Fr. 325,Ἀρχ. Δελτ. 11
παρ. 20 (Lesbos, πρωώλ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προώλης
-
4 προώλης
ης, ες:εξώλης και προώλης — развратник, распутник
-
5 προώλης
προ-ώλης, ες, vorher verdorben, unglücklich -
6 προώλη
προώληςutterly destroyed: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)προώληςutterly destroyed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)προώληςutterly destroyed: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
7 προώλεις
προώληςutterly destroyed: masc /fem acc plπροώληςutterly destroyed: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
8 προ-ώλης
προ-ώλης, ες, vorher verdorben, unglücklich, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
-
9 ἐξ-ώλης
ἐξ-ώλης, ες (ὄλλυμι), 1) ganz zu Grunde gerichtet, ganz unglücklich, Her. 7, 9, 2; bes. bei feierlichen Eiden u. Verwünschungen, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172; εὔχεσϑαι αὑτὸν ἐξώλη ποιεῖν καὶ γένος καὶ οἰκίαν ibd. 71; τούτους ἐξώλεις καὶ προώλεις ἐν γῇ καὶ ϑαλάττῃ ποιήσατε 18, 324; vgl. Andoc. 1, 98; Din. 2, 16. – 2) verderblich; οὐδὲν ἐξωλέστερον Ar. Plut. 443 Dem. 58, 63, welche beide Stellen freilich auch verderbt sein können. – Von sittlicher Verworfenheit, Luc. Nigr. 23, u. öfter Sp.; vgl. auch Aesch. Suppl. 741.
-
10 εξώλης
ης, ες испорченный, развращённый;καί προώλης — развращённый до мозга костей -
11 ἄβιος
ἄβιος, ον (A),II without a living, starving, Luc.DMort.15.3, Man.4.113, Vett.Val.46.12; ἄτεκνος καὶ ἄ. καὶ προώλης, an imprecatory form in CIG3915.46 ([place name] Hierapolis).III perh. having no fixed subsistence, nomad,Ἱππημολγῶν γλακτοφάγων ἀβίων τε Il.13.6
(various expl. in Nic.Dam.p.145 D.); but prob. Ἀβίων, pr. n., cf. Arr.An.4.1.1, Str.7.3.2, etc.;Ἄ. Σαυρομάται Mus.Belg.16.70
(Attic, ii A.D.).------------------------------------A wealthy, Antipho Soph.43. -
12 ἐξώλης
ἐξώλ-ης, ες,A utterly destroyed, ruined,ἐ. γίνεσθαι Hdt.7.9
.β; ἐξώλεις καὶ προώλεις ποιεῖν τινας ἐν γῇ καὶ ἐν θαλάσσῃ D. 18.324
, cf. 19.71; freq. in imprecations, , Men.Sam. 152; ἐξώλη αὐτὸν εἶναι καὶ γένος Lexap.And.1.98, cf. 126; (Mylasa, iv B. C.);ἐ. ἀπολοίμην καὶ προώλης D.19.172
.II metaph., of persons, pernicious, abominable,Αἰγύπτου γένος A.Supp. 741
;γέρων Eup.45
;οὐδὲν πέφυκε ζῷον -έστερον Ar.Pl. 443
, cf. Ec. 1053, 1070, D.58.63, Antiph.159.12, etc.
См. также в других словарях:
προώλης — utterly destroyed masc/fem acc pl (attic epic doric) προώλης utterly destroyed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) προώλης utterly destroyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
προώλη — προώλης utterly destroyed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προώλης utterly destroyed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προώλης utterly destroyed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώλεις — προώλης utterly destroyed masc/fem acc pl προώλης utterly destroyed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρόβιος — ία, ιο (Μ αἰσχρόβιος) αυτός που ζει αισχρή, ακόλαστη ζωή, εξώλης και προώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + βίος] … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
εξώλης — ο, η (AM ἐξώλης, ες) 1. ο τελείως διεφθαρμένος ηθικά 2. φρ. «ἐξώλης καὶ προώλης» τελείως διεφθαρμένος ευθύς εξαρχής αρχ. ο τελείως κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό την πρόθεση εξ και β την εκτεταμένη βαθμίδα (ωλ ) τού ρ. όλλυμι*] … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek
εξώλης — στη φρ., «εξώλης και προώλης», είναι ολωσδιόλου διεφθαρμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)