-
1 προϋποτίθημι
A set under before, Hp.Acut.21; σπόνδυλον [θύρᾳ] Aen.Tact.36.2 ([voice] Pass.);προϋποθεὶς τὸν Ἄτλαντα τοῖς βάρεσι Ph.Byz.Mir.6.2
.2 [voice] Pass., to be laid as a foundation before,θεμέλιον ἢ οἷον ἔδαφος -τιθέμενον Dam.Pr. 121
; - τιθεμένην ἀρχήν ibid.II [voice] Med., assume as preliminary, , cf. Plu.2.1013b.3 mortgage before, PFlor.81.6 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προϋποτίθημι
-
2 προϋπόκειμαι
A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ -κείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7;- κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1
; ;τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490
, cf. S.E.P.3.94;προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218
, cf. Hierocl. in CA10p.436M.;- κειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19
;σῶμα -κείμενον Dam.Pr.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προϋπόκειμαι
См. также в других словарях:
προϋποτίθημι — ΝΜΑ [ὑποτίθημι] (παθ. γ εν. πρόσ. ενεστ.) προϋποτίθεται έχει τεθεί ως προϋπόθεση, έχει γίνει εκ τών προτέρων δεκτό μσν. αρχ. μέσ. προϋποτίθεμαι παρέχω κάτι ως προϋπόθεση, ως προκαταρκτικό όρο («διὸ δεῑ πολλὰ προϋποτεθεῑσθαι», Αριστοτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προϋποθέτω — Ν 1. υποθέτω εκ τών προτέρων κάτι, θεωρώ κάτι ως δεδομένο 2. εξαρτώμαι από μια προϋπόθεση, από έναν όρο («η εκτέλεση τού έργου προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προϋποτίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Θ. Φαρμακίδη] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek