-
1 προυπολαμβανω
См. также в других словарях:
προϋπολαμβάνω — Α [ὑπολαμβάνω] 1. παραδέχομαι, αποδέχομαι προηγουμένως κάτι 2. σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προυπολαμβάνουσι — προυπολαμβάνω assume beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προυπολαμβάνουσι , προυπολαμβάνω assume beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὑπείληφεν — προυπείληφεν , προυπολαμβάνω assume beforehand plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προυπείληφεν , προυπολαμβάνω assume beforehand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
προυπειλήφασιν — προυπειλήφᾱσιν , προυπολαμβάνω assume beforehand perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπολαμβάνειν — προυπολαμβάνω assume beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπολαμβάνοντες — προυπολαμβάνω assume beforehand pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπέλαβε — προυπολαμβάνω assume beforehand aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)