-
1 προϊστορέω
A make previous inquiry or research, Ph.Bel.71.11, Attal. ap. Hipparch. 2.1.6, Marin.Procl.24; προϊστορηκότες having heard of.., Sosyl.p.32B.II [voice] Pass., to be before mentioned, Arist.Mu. 393b13;τὰ προϊστορημένα Plb. 1.13.9
, D.S.11.89, J.BJ Praef.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προϊστορέω
См. также в других словарях:
προϊστορώ — έω, Α [προΐστωρ] 1. κάνω έρευνα προηγουμένως 2. αναφέρω ως προεισαγωγή 3. παθ. προϊστοροῡμαι, έομαι αναφέρομαι προηγουμένως («ἡμεῑς τε δόξομεν εὐλόγως ἐφάπτεσθαι τῶν ἤδη προϊστορημένων ἑτέροις», Πολ.) 4. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ… … Dictionary of Greek