Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προϊστορηκότες

См. также в других словарях:

  • προϊστορώ — έω, Α [προΐστωρ] 1. κάνω έρευνα προηγουμένως 2. αναφέρω ως προεισαγωγή 3. παθ. προϊστοροῡμαι, έομαι αναφέρομαι προηγουμένως («ἡμεῑς τε δόξομεν εὐλόγως ἐφάπτεσθαι τῶν ἤδη προϊστορημένων ἑτέροις», Πολ.) 4. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»