Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προωθώ

  • 1 προωθώ

    (ε) μετ.
    1) прям., перен. продвигать, проталкивать;

    προωθώ την υπόθεση — проталкивать дело;

    2) выдвигать, выставлять (кандидатов и т. п.);

    προωθούμαι — продвигаться, проталкиваться, пробиваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προωθώ

См. также в других словарях:

  • προωθώ — προωθῶ, έω, ΝΜΑ ωθώ, σπρώχνω προς τα εμπρός νεοελλ. 1. μτφ. α) βοηθώ κάποιον να προοδεύσει, να προαχθεί, συντελώ στην ιεραρχική εξέλιξή του («υπάρχουν φήμες ότι τήν προωθεί ο διευθυντής της») β) (σχετικά με ζητήματα, υποθέσεις) επισπεύδω την… …   Dictionary of Greek

  • προωθώ — προωθώ, προώθησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προωθώ — προώθησα, προωθήθηκα, προωθημένος, ωθώ, σπρώχνω κάτι προς τα εμπρός: Προωθείται η αίτησή του στο υπουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προώθηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προωθώ, η ώθηση, το σπρώξιμο προς τα εμπρός 2. συνεκδ. στρ. βαθμιαία προχώρηση, σταδιακή κατάληψη νέων θέσεων προς την κατεύθυνση τού εχθρού 3. αστροναυτ. η προωστική δράση διαστημικής συσκευής, η πρόωση 4 …   Dictionary of Greek

  • γουργουλίζω — [γουργούλα] προωθώ βάρκα με τη γουργούλα, με το ουράδιο …   Dictionary of Greek

  • εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά …   Dictionary of Greek

  • επιπροωθώ — ἐπιπροωθῶ, έω (Α) προωθώ ακόμη περισσότερο («τινάξας ὀξεῑαν ἐπίπρωσον καὶ βάθυνον», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κατατροχάζω — (Α) (επιτ. τ. τού τροχάζω*) 1. αναγκάζω κάποιον να τρέχει 2. προωθώ, παρακινώ 3. ενεργώ επιδρομή, λεηλατώ, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλώνω — (Μ μεγαλώνω) 1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα») 2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της») …   Dictionary of Greek

  • πατρονάρω — καθοδηγώ, κατευθύνω ή προστατεύω κάποιον, τόν προωθώ παρά τη θέλησή του ή με αθέμιτα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patronner «προστατεύω» (< patron)] …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»