-
1 προψυχω
См. также в других словарях:
προψύχω — Α [ψύχω] (κυρίως σχετικά με το κρασί) παγώνω από πριν … Dictionary of Greek
προψυχρίζω — Α προψύχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψυχρίζω «ψύχω, κρυώνω, παγώνω»] … Dictionary of Greek
1 προψυχω
προψύχω — Α [ψύχω] (κυρίως σχετικά με το κρασί) παγώνω από πριν … Dictionary of Greek
προψυχρίζω — Α προψύχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψυχρίζω «ψύχω, κρυώνω, παγώνω»] … Dictionary of Greek