-
1 προχωννυμι
-
2 προχώννῡμι
προ-χώννῡμι, davor aufschütten, von einem Flusse, der Schlamm an seiner Mündung ansetzt -
3 προ-χόω
προ-χόω, = προχώννυμι; προχοῖ, Plat. Critia. 111 b.
-
4 προχόω
См. также в других словарях:
πρόχωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (39 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Ακροπόταμος (υψόμ. 45 μ.) και ο Καστανάς (υψόμ. 35 μ.). * * * το, ΝΜΑ [προχώννυμι] τεχνητή… … Dictionary of Greek