Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προχυτός

См. также в других словарях:

  • προχυτός — ή, όν, Α [προχέω] 1. συσσωρευμένος μπροστά από κάτι 2. φρ. «Προχύτη νῆσος» το νησί μπροστά στον κόλπο τής Νεάπολης που σχηματίστηκε από έκρηξη τού Βεζούβιου …   Dictionary of Greek

  • προχυτῇσιν — προχυτός poured out in front fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»