-
1 προχυτός
προ-χυτός, vorn oder voran ausgegossen, hingeschüttet -
2 προ-χύτιος
προ-χύτιος, = προχυτός, Eur. bei Clem. Al. strom. 5, 10, ϑυσίαν πλήρη προχυτίαν, l. d. (προχυϑεῖσαν em.)
См. также в других словарях:
προχυτός — ή, όν, Α [προχέω] 1. συσσωρευμένος μπροστά από κάτι 2. φρ. «Προχύτη νῆσος» το νησί μπροστά στον κόλπο τής Νεάπολης που σχηματίστηκε από έκρηξη τού Βεζούβιου … Dictionary of Greek
προχυτῇσιν — προχυτός poured out in front fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)