Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προχτές

  • 1 позавчера

    позавчера προχτές, προχθές
    * * *
    προχτές, προχθές

    Русско-греческий словарь > позавчера

  • 2 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 3 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 4 позавчера

    επίρ.
    προχτές.

    Большой русско-греческий словарь > позавчера

  • 5 третий

    -ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).
    1. τρίτος•

    третий год τρίτος χρόνος•

    третий урок τρίτο μάθημα.

    2. άσχετος με ένα ζήτημα•

    решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.

    || κατώτερος•

    чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.

    ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.
    3. (παρνθ. λ.) τρίτον.
    4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•

    две -ьих τα δύο τρίτα.

    εκφρ.
    - ье отделениеπαλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•
    - ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•
    - ья скорость – τρίτη ταχύτητα•
    - ьего дня – προχτές•
    - ьей руки – μέτριος•
    в -ьем году – προπέρυσι•
    в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•
    из -ьих рук ή уст (узнать, услышатьκ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•
    с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•
    до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),

    Большой русско-греческий словарь > третий

  • 6 третьёводни

    επίρ.
    (απλ.) προχτές.

    Большой русско-греческий словарь > третьёводни

См. также в других словарях:

  • προχθεσινός — προχθεσινός, ή, ό και προχτεσινός, ή, ό αυτός που έγινε προχτές ή που υπάρχει από προχτές: Το φαγητό είναι προχτεσινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαλώνω — 1. φορτώνω κάποιον ή κάτι τοποθετώντας το φορτίο στην πλάτη του 2. μέσ. ζαλώνομαι φορτώνομαι («προχτές... ζαλώθη ένα δαμάλι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] …   Dictionary of Greek

  • προχθές — ΝΜΑ, και προχτές Ν, και προὐχθες και προχθές Α επίρρ. την ημέρα που προηγήθηκε από χθες, πριν από δύο ημέρες, την προπροηγούμενη ημέρα …   Dictionary of Greek

  • προχθεσινός — ή, ό / προχθεσινός, ή, όν, ΝΜΑ, και προχτεσινός, ή, ό, Ν αυτός που έγινε ή συνέβη προχθές ή αυτός που υπάρχει από προχθές, από την προπροηγούμενη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προχθές / προχτές + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] …   Dictionary of Greek

  • αρλεκίνος — ο (λ. ιταλ.) 1. κωμικό πρόσωπο της παλιάς αυτοσχέδιας ιταλικής κωμωδίας. 2. άνθρωπος που έχει την εμφάνιση του αρλεκίνου (ρούχα παρδαλά κτλ.) ή τον άστατο χαρακτήρα του: Τον είδες προχτές πώς ήταν ντυμένος; σωστός αρλεκίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προχθές — και προχτές επίρρ. χρον., η μέρα πριν από τη χθεσινή: Ήρθε προχθές στο σπίτι ο Κώστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χθες — και χτες και εχτές και εχθές επίρρ. χρον. 1. την προηγούμενη ημέρα, τη χτεσινή ημέρα: Χτες είχαμε γράμμα από την κόρη μας. 2. στο κοντινό παρελθόν: Χθες ακόμη γύριζε στους δρόμους. 3. φρ., «χτες προχτές», πριν από λίγες ημέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»