-
1 προχειριζομαι
(fut. προχειριοῦμαι)1) заранее приготовлять, готовить(τέν οὐσίαν Arph.; ἐσθῆτα Luc.; τὰς ῥήσεις Plut.)
π. δύναμιν Dem. — готовить вооруженные силы2) заранее избирать, назначать(οἱ προχειρισθέντες ὑπό τινος ἀντιστράτηγοι Polyb.; π. τινα ἐπί τι Dem., πρός τι Polyb.; π. ἐπί τινι Plut. и τινά τινα NT.)
τὰ προκεχειρισμένα τινὴ στρατόπεδα Polyb. — заранее предназначенные для кого-л. лагери3) предварительно рассматривать, заранее исследовать(τι и περί τινος Arst.)
4) лог. выставлять, приводитьἐπὴ παραδείγματος π. Arst. — выставлять в виде примера;
τὰ καθ΄ ἕκαστα προχειριζόμενα Arst. — отдельные положения -
2 προχειρίζομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προχειρίζομαι
-
3 προχειρίζομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προχειρίζομαι
-
4 προχειρίζομαι
предъизбирать, предназначать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προχειρίζομαι
-
5 4400
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4400
См. также в других словарях:
προχειρίζομαι — προχειρίζω make pres ind mp 1st sg προχειρίζω make pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… … Dictionary of Greek