Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προχείρως

См. также в других словарях:

  • προχείρως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. πρόχειρος …   Dictionary of Greek

  • προχείρως — πρόχειρος at hand adverbial πρόχειρος at hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς …   Dictionary of Greek

  • въроучь — ВЪРОУЧЬ1 (1*) пр. нескл. 1. Готовый: не ока напитаемъ. не слѹха развѣрзѣмъ. не ноздрью обонѩемъ. не вкѹса оскверьнимъ. ни обрадѹимысѩ ˫аже сѹть врѹчь на злы˫а пѹти. и въходы грѣховны˫а. (προχείροις!) ПНЧ XIV, 201б. 2. Находящийся под рукой: ˫ако… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατασχεδιάζω — (Α) 1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου 3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω καταφλυαρήσω, ψεύσομαι» …   Dictionary of Greek

  • κεφαλισμός — κεφαλισμός, ὁ (Α) [κεφαλή] ο πίνακας τού πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου τό περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • παραχρήμα — παραχρῆμα ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ΚΔ γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.) αρχ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌՁԵՌՆՊԱՏՐԱՍՏ — ( ) NBH 1 307 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c ա. ԱՌՁԵՌՆ ՊԱՏՐԱՍՏ. πρόχειρος promptus Նոյն ընդ ԱՌՁԵՌՆ. Տես եւ ԴԻՒՐԱՊԱՏՐԱՍՏ LACKING 7 lines մ. ԱՌՁԵՌՆ ՊԱՏՐԱՍՏ. մ. προχείρως prompte Զիա՞րդ զիս ինքն առձեռն պատրաստ ընձեռեցից յաղավս աստուծոյ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՌՁԵՌՆՊԱՏՐԱՍՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0307 Chronological Sequence: 5c, 12c մ. ԱՌՁԵՌՆՊԱՏՐԱՍՏԱԲԱՐ προχείρως prompte որ եւ ԱՌՁԵՌՆ ՊԱՏՐԱՍՏ. Իբր Անյապաղ. մտադիւր. անդէն առ նմին. *(Աւազակն) զվարձ խոստովանութեանն առձեռնպատրաստաբար ընկալաւ՝ անդէն ընդ նմին ʼի դրախտին լինել. Սարկ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»