-
1 πρό-χειρος
πρό-χειρος, vor oder bei der Hand, fertig, bereit; καὶ δὴ πρόχειρα ψάλια δέρκεσϑαι πάρα, Aesch. Prom. 54; οὐ πρόχειρος εἶ κτανεῖν, Soph. El. 1486; πρόχειρον εἴ τί σοι πάρα ξίφος χεροῖν, Phil. 737; übh. was gegenwärtig ist, ἤδη σαφὲς πρόχειρον ἄχϑος δέρκομαι, El. 1105; τῇ φυγῇ πρόχειρος ἦν, bereit zur Flucht, Eur. Herc. F. 161; πρόχειρον φάσγανον, ἔγχος, Hel. 1580 El. 696; u. in Prosa: ἔβαλλον λίϑοις καὶ ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εὶχε, wie ein Jeder es zur Hand hatte, Thuc. 4, 34; εὐϑὺς ἀντιλαβέσϑαι παντὶ πρόχειρον, Plat. Soph. 251 b; εἰ οὖν σοι πρόχειρον, εἰπέ, Min. 313 b; auch αἱ πρόχειροι ἡδοναί, Phil. 45 a (vgl. Pol. 32, 14, 3); οὓς προχείρους εἶχον μύϑους, Phaed. 61 b; auch adv., προχείρως ἀποκρίνασϑαι, Conv. 204 d, πρόχειρον ἔχειν τι, Xen. Cyr. 8, 5, 9; λόγος, Dem. Lpt. 117; ὃ μέγιστον ἔχω καὶ προχειρότατον πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν, 24, 1, vgl. 76; τοῠτ' ἂν εὕροιτε προχειρότατον, 163; Sp. : εὐφυὴς καὶ πρόχειρος πρός τι, Pol. 5, 86, 7, wie προχειρότατοι πρὸς τὸ κακουργεῖν Luc. Alex. 18; auch ἐν ταῖς ὁμιλίαις εὔχαρις ἦν καὶ πρόχειρος, Pol. 24, 5, 7; u. im eigtl. Sinne, πρόχειρον ἔχειν τὸ δελτάριον, 29, 11, 2; κατὰ μὲν τὸ πρόχειρον setzt S. Emp. pyrrh. 1, 234 dem κατὰ τὴν ἀλήϑειαν gegenüber. – Adv. προχείρως = leichtsinnig; ἐξαμαρτάνειν, Aesch. 1, 22; οὕτω προχείρως ἑαυτὸν δοῠναι, Pol. 5, 7, 2; πιστεύειν, 5, 72, 7; so auch im compar., προχειρότερον τοῠ δέοντος δέχεσϑαι τὴν ἐλπίδα, 1, 91, 5, leichter als recht war. Vgl. noch Arist. Meteor. 2, 9, τοῠτο παντάπασιν ἔοικεν εἰρῆσϑαι προχείρως.
-
2 πρόχειρος
πρό-χειρος, vor oder bei der Hand, fertig, bereit; übh. was gegenwärtig ist; τῇ φυγῇ πρόχειρος ἦν, bereit zur Flucht; ἔβαλλον λίϑοις καὶ ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εὶχε, wie ein jeder es zur Hand hatte. Adv. προχείρως = leichtsinnig; compar., προχειρότερον τοῠ δέοντος δέχεσϑαι τὴν ἐλπίδα, leichter als recht war
См. также в других словарях:
προχείρως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. πρόχειρος … Dictionary of Greek
προχείρως — πρόχειρος at hand adverbial πρόχειρος at hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
въроучь — ВЪРОУЧЬ1 (1*) пр. нескл. 1. Готовый: не ока напитаемъ. не слѹха развѣрзѣмъ. не ноздрью обонѩемъ. не вкѹса оскверьнимъ. ни обрадѹимысѩ ˫аже сѹть врѹчь на злы˫а пѹти. и въходы грѣховны˫а. (προχείροις!) ПНЧ XIV, 201б. 2. Находящийся под рукой: ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατασχεδιάζω — (Α) 1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου 3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω καταφλυαρήσω, ψεύσομαι» … Dictionary of Greek
κεφαλισμός — κεφαλισμός, ὁ (Α) [κεφαλή] ο πίνακας τού πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου τό περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
παραχρήμα — παραχρῆμα ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ΚΔ γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.) αρχ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… … Dictionary of Greek
ԱՌՁԵՌՆՊԱՏՐԱՍՏ — ( ) NBH 1 307 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c ա. ԱՌՁԵՌՆ ՊԱՏՐԱՍՏ. πρόχειρος promptus Նոյն ընդ ԱՌՁԵՌՆ. Տես եւ ԴԻՒՐԱՊԱՏՐԱՍՏ LACKING 7 lines մ. ԱՌՁԵՌՆ ՊԱՏՐԱՍՏ. մ. προχείρως prompte Զիա՞րդ զիս ինքն առձեռն պատրաստ ընձեռեցից յաղավս աստուծոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՌՁԵՌՆՊԱՏՐԱՍՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0307 Chronological Sequence: 5c, 12c մ. ԱՌՁԵՌՆՊԱՏՐԱՍՏԱԲԱՐ προχείρως prompte որ եւ ԱՌՁԵՌՆ ՊԱՏՐԱՍՏ. Իբր Անյապաղ. մտադիւր. անդէն առ նմին. *(Աւազակն) զվարձ խոստովանութեանն առձեռնպատրաստաբար ընկալաւ՝ անդէն ընդ նմին ʼի դրախտին լինել. Սարկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)