-
1 προχάραγμα
προ-χάραγμα, τό, Umriß, Modell -
2 προ-κέντημα
προ-κέντημα, τό, das Vorherabstecken eines Baues auf dem Bauplatz od. Papier, Abriß, Sp., Nicom. arithm. 1, 4; – προχάραγμα, Zurüstung zum Bau, εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ προκεντήματα δαπανᾶν, Sext. Emp. adv. log. 1, 107.
-
3 προκέντημα
προ-κέντημα, τό, das Vorherabstecken eines Baues auf dem Bauplatz od. Papier, Abriß; προχάραγμα, Zurüstung zum Bau
См. также в других словарях:
προχάραγμα — outline neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχάραγμα — άγματος, τὸ, ΜΑ [προχαράσσω] 1. το προσχέδιο 2. η προεικόνιση («προχαράγματα τών ἀοράτων τὰ ὁρώμενα», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
προχαραγμάτων — προχάραγμα outline neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματα — προχάραγμα outline neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματι — προχάραγμα outline neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματος — προχάραγμα outline neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)