Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προχάραγμα

См. также в других словарях:

  • προχάραγμα — outline neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχάραγμα — άγματος, τὸ, ΜΑ [προχαράσσω] 1. το προσχέδιο 2. η προεικόνιση («προχαράγματα τών ἀοράτων τὰ ὁρώμενα», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • προχαραγμάτων — προχάραγμα outline neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχαράγματα — προχάραγμα outline neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχαράγματι — προχάραγμα outline neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχαράγματος — προχάραγμα outline neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»