-
1 осторожный
осторожный προσεχτικός, προφυλαχτικός· будьте \осторожныйы! προσοχή!* * *προσεχτικός, προφυλαχτικόςбу́дьте осторо́жны! — προσοχή!
-
2 осторожный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноπροσεχτικός, προφυλαχτικός•осторожный человек προσεχτικός άνθρωπος.
|| φυλαχτικός, σιγανός•вор издал осторожный свист ο κλέφτης σφύριξε σιγανά.
εκφρ.будь -жен! – πρόσεχε! φυλάξου!
См. также в других словарях:
προφυλαχτικός — ή, ό 1. αυτός που προφυλάγει ή προφυλάγεται ή είναι κατάλληλος για προφύλαξη: Προφυλαχτικός άνθρωπος. 2. το ουδ. ως ουσ., προφυλαχτικό κάθε μέσο για προφύλαξη από κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek