-
1 прививка
прививка ж мед. о εμβολιασμός* предохранительная \прививка о προφυλακτικός εμβολιασμός* * *ж мед.ο μβολιασμόςпредохрани́тельная приви́вка — ο προφυλακτικός εμβολιασμός
-
2 профилактический
-
3 предохранительный
предохран||ительныйприл προστατευτικός, προφυλακτικός:\предохранительныйи́тельный клапан ἡ ἀσφαλιστική βαλβίδα, ἡ ἀσφαλιστική δικλίς· \предохранительныйи́тельная прививка ὁ προφυλακτικός ἐμβολιασμός. -
4 бархоут
мор. το περίζωμα, ο προφυλακτικός ζωστήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бархоут
-
5 брус
1. тех. η δοκός, το δοκάρι 2. (привальный) мор. το παράβλημα, το προστατευτικό ζωνάρι, το περίζωμα του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брус
-
6 защитный
προστατευτικόςαμυντικόςπροφυλακτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > защитный
-
7 предостерегать
προφυλάσσω, προειδοποιώ- гающий προφυλακτικός, προειδοποιητικός- жение η προφύλαξη, η προειδοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предостерегать
-
8 предохранительный
ασφαλιστικός, προφυλακτικός, προστατευτικός, προληπτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предохранительный
-
9 профилактический
προληπτικός, προφυλακτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилактический
-
10 оградительный
огради́тельн||ыйприл προφυλακτικός, προστατευτικός· ◊ \оградительныйые пошлины эк. τά προστατευτικά τέλη, οἱ προστατευτικοί δασμοί. -
11 предупредительностьый
предупредительность||ыйприл1. (о мерах и т. п.) προληπτικός, προφυλακτικός:\предупредительностьыйые меры τά προληπτικά μέτρα· \предупредительностьыйый сигнал τό προειδοποιητικό σύνθημα (σινιάλο)·2. (о человеке) περιποιητικός, ὑποχρεωτικός. -
12 профилактикаический
профилактика||и́ческийприл προφυλακτικός. -
13 профилактический
[πραφιλακτίτσισκιϊ] επ. προφυλακτικός -
14 профилактический
[πραφιλακτίτσισκιϊ] επ προφυλακτικός -
15 бережный
επ.προσεχτικός, προφυλακτικός•-ое обращение с оружием προσεχτικός χειρισμός του όπλου.
-
16 защитный
επ.προστατευτικός, προφυλακτικός•-ые лесные полосы προστατευτικές δασικές ζώνες.
εκφρ.защитный цвет – το χακί χρώμα•- ая окраска – (ζωολ.) ομοχρωμία. -
17 оградительный
-
18 осмотрительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; περι εσκεμμένος, προσεχτικός, προφυλακτικός. -
19 охранительный
επ.προστατευτικός• προφυλακτικός. || παλ. της τήρησης της παλαιάς τάξης πραγμάτων• αντιδραστικός. -
20 охранный
επ.προστατευτικός, προφυλακτικός• της φρουράς, της φρούρησης.εκφρ.охранныйое отделение – (προεπαν.) τμήμα ειδικής ασφάλειας η ειδική ασφάλεια•-ая грамота; охранный лист – το προπεμπτήριο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προφυλακτικός — prophylactic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προφυλακτικά — προφυλακτικός prophylactic neut nom/voc/acc pl προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc/acc dual προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικῶν — προφυλακτικός prophylactic fem gen pl προφυλακτικός prophylactic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικόν — προφυλακτικός prophylactic masc acc sg προφυλακτικός prophylactic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικαῖς — προφυλακτικός prophylactic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικαί — προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικοῖς — προφυλακτικός prophylactic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικοί — προφυλακτικός prophylactic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικοῦ — προφυλακτικός prophylactic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικῆς — προφυλακτικός prophylactic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)