-
1 προφυλακή
-
2 προφυλακῇ
-
3 προφυλακη
ἥ1) передняя стража, передовой пост, авангард Xen., Polyb.2) предосторожность, бдительность Plut.διὰ προφυλακήν Thuc. — из предосторожности
-
4 προφυλακή
προφυλακήguard in front: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 προφυλακή
η воен.1) авангард, головной отряд; передовое охранение; форпост;προφυλακή μάχης — боевое охранение;
2) πλ. сторожевое охранение -
6 προφυλακή
προφυλ-ᾰκή, ἡ,A guard in front; in pl., outposts, vedettes, piquets, X.Cyr.3.3.25, Eq. Mag.7.13, Plu.Caes.39: sg., ἡ π. αὐτοῦ his advanced guard, X.HG4.1.24, cf. Plb.5.3.2; ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, with outposts, Th.4.30.2 precaution, c.gen., against.., Id.2.368, al., cf. Epicur.Oxy.215 iii 14: Medic., προφυλακῆς χάριν as a precaution, Sor.1.118, cf. Dsc.2.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφυλακή
-
7 προφυλακή
-ῆς ἡ N 1 3-0-3-3-3=12 Ex 12,42(bis); Nm 32,17; Ez 26,8; 38,7advance guard, sentinel, outpost Nm 32,17; vigil, watch Ex 12,42; guarding, serving as sentries Ezr 14,16Cf. DORIVAL 1994, 71; LE BOULLUEC 1989 154(Ex 12,42); WEVERS 1990 190(Ex 12,42) -
8 προφυλακή
προ-φυλακή, ἡ, Vorwache, Vorposten; Vorsicht; Amulet, Verwahrungsmittel -
9 προφυλακή
ileri karakol, öncü kolu -
10 προφυλακαί
προφυλακήguard in front: fem nom /voc pl -
11 προφυλακήν
προφυλακήguard in front: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 προς-φυλακή
προς-φυλακή, ἡ, v. l. für προφυλακή, Pol. 3, 75, 4.
-
13 головной
голов||но́йприл1. τοῦ κεφαλιού, κεφαλικός:\головнойная боль ὁ κεφαλό-πονος· \головнойно́й убо́р τό καπέλλο· \головнойио́й мозг ὁ ἐγκέφαλος·2. (передний) μπροστινός, πρόσθιος:\головнойно́й отряд ἡ προφυλακή, ἡ ἐμπροσθοφυλακή. -
14 отряд
отрядм1. τό ἀπόσπασμα:партизанский \отряд τό παρτιζάνικο ἀπόσπασμα, τό ἀπόσπασμα ἀνταρτών· головной \отряд воен. ἡ προφυλακή, ἡ ἐμπροσθοφυλακἤ пионерский \отряд τό ἀπόσπασμα τῶν πιονέρων передовой \отряд τό πρωτοπόρο ἀπόσπασμα·2. биол. ἡ τάξις. -
15 охранение
охранениес воен. ἡ φύλαξη [-ις], ἡ φρούρηση [-ις], ἡ προστασία:боевое \охранение ἡ προφυλακή, τά προωθημένα φυλάκια -
16 сторожевой
сторожев||ойприл τοῦ φύλακα:\сторожевойа́я бу́дка ἡ σκοπιά τοῦ φρουροὔ· \сторожевойа́я башня (вышка) ὁ πύργος κατοπτεύσεως, ἡ σκοπιά, ἡ βίγλα· \сторожевой пес τό μαντρόσκυλο· \сторожевойое охранение воен. ἡ ἐμπροσθοφυλακή, ἡ προφυλακή· \сторожевойое су́дно ἡ ἀκταιωρός. -
17 форпост
форпостм ἡ προφυλακή. -
18 προφυλακής
-
19 προφυλακῆς
-
20 προφυλακαίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προφυλακῇ — προφυλακή guard in front fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακή — guard in front fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… … Dictionary of Greek
προφυλακή — η 1. η φρουρά που είναι μπροστά, που προηγείται. 2. στον πληθ., προφυλακές το σύνολο των μέτρων που παίρνει ένα στρατιωτικό τμήμα που σταθμεύει κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφυλακαῖς — προφυλακή guard in front fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακαί — προφυλακή guard in front fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακῆς — προφυλακή guard in front fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακήν — προφυλακή guard in front fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακῶν — προφυλακή guard in front fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του … Dictionary of Greek
προφυλακίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. ναῡς) πλοίο που έχει ταχθεί ως προφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλακή + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek